Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμόρφωτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμόρφωτα [amórfota] adv
  • uneducatedly, uncultivatedly (syn χωρίς μόρφωση)

[der of αμόρφωτος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες