Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφιθεατρικός -ή -ό [amfiθeatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε αμφιθέατρο: ~ χώρος. || που έχει το σχήμα, τη διάταξη αμφιθεάτρου: Aμφιθεατρική εξέδρα / αίθουσα.
αμφιθεατρικά ΕΠIΡΡ: H πόλη είναι χτισμένη ~. [λόγ. αμφιθέατρ(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. amphithéâtrale (δες στο αμφιθέατρο)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφιθεατρικός, -ή, -ό [amfiθeatrikós] (L)
- amphitheatric(al), semicircular:
- αμφιθεατρικό ημικύκλιο |
- αμφιθεατρική εξέδρα |
- ένα αμφιθεατρικό υπερώο με θέσεις για 250 περίπου θεατάς |
- αμφιθεατρική τοποθεσία |
- ~ χώρος |
- αμφιθεατρική διάταξη των κτιρίων |
- οι ναοί επήραν μια αμφιθεατρική διάταξη, μια σχηματική επανάληψη του θεάτρου (Dakaris) |
- η αμφιθεατική κόγχη της ελληνικής γης (Theodorakop) |
- είδα το Aλγέρι να ξετυλίγεται πάνου στους αμφιθεατρικούς του λόφους σαν ένα όραμα (Ouranis) |
- η αντιαμφιθεατρική ανάπτυξη της μικρής πολιτείας της Mυκόνου από νότο προς δύση και βοριά είναι ακριβώς αντίθετη από τον ανατολικό αμφιθεατρικό προσανατολισμό της συριανής πρωτεύουσας (Karagatsis) |
- μέσ' από την ωραία πύλη φαινότανε το μαρμάρινο κιβούριο και στο βάθος τ' αμφιθεατρικά σκαλιά του ιερού, ίδια κερκίδες από αρχαίο θέατρο (KPolitis)
[neol, der of K αμφιθέατρον]
- amphitheatric(al), semicircular:



