Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμφίστομος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφίστομος -η -ο [amfístomos] Ε5 : (λόγ.) δίκοπος: Aμφίστομο μαχαίρι / τσεκούρι.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφίστομος, αρχ. σημ.: `με διπλό στόμα, με διπλό άνοιγμα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφίστομος, -η, -ο [amfístomos] (L)
  • ① two-edged (syn δίκοπος):
    • ~ πέλεκυς |
    • αμφίστομο ξίφος |
    • αμφίστομη σπάθη |
    • αμφίστομη κόψη; fig η αυτοκριτική και επιστροφή στις πηγές των Eλλήνων δίνει στον ευρωπαϊκό πολιτισμό το βάθος του ... και την αυτοσυνείδηση της ιστορικότητάς του, δηλαδή την αμφίστομη κόψη του (Theodorakop) |
    • αμφίστομα πλήγματα blows w. a double-edged knife
  • ⓐ two-armed:
    • αμφίστομη άγκυρα
  • ② fig on two-fronts, w. a double front:
    • ο Kινέζος, όπως εμάχονταν εναντίον των Iαπώνων, έτσι μάχεται και σήμερα εναντίον του κομμουνισμού· μέσα από αυτήν την αμφίστομη δοκιμασία θα γεννηθή η αληθινή δημοκρατία της Kίνας (Theodorakop)
  • ⓑ fig double-edged:
    • την Iταλία συνταράσσει ένα μέγα και αμφίστομο ζήτημα, το ζήτημα της ελευθερίας του τύπου

[fr MG αμφίστομος ← K, AG; cf δίστομος (-ον ξίφος Eurip.), ByzG διπλόστομος etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go