Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίσημος -η -ο [amfísimos] Ε5 : που επιδέχεται δύο διαφορετικές ερμηνείες· δίσημος: Aμφίσημη πρόταση.
[λόγ. αμφι- + -σημος κατά το ελνστ. δίσημος `με αμφίβολη ποσότητα (για συλλαβή)΄, απόδ. γαλλ. ambigu ή αγγλ. ambiguous]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίσημος, -η, -ο [amfísimos] (L)
- ambivalent:
- αμφίσημη ιδέα, ~ τύπος |
- αμφίσημες φράσεις
[neol, cpd w. -σημος; cf μονόσημος, πολύ-, δί-, διπλό-, τρί-σημος etc]
- ambivalent:



