Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίπλευρα [amfíplevra] adv
- bilaterally:
- την ειδίκευση στους κλάδους που προτιμούν την αφίνει για αργότερα· τώρα θέλει ~ και γενικά μορφωμένους ανθρώπους (Papanoutsos) |
- το έργο δίδει αφορμή σε συζητήσεις, διαλόγους, που φωτίζοντας ~ το θέμα, του δίνουν την τρίτη του διάσταση, το ζωντανεύουν (Dimaras)
[der of αμφίπλευρος]
- bilaterally:



