Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμφίπλευρα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμφίπλευρα [amfíplevra] adv
  • bilaterally:
    • την ειδίκευση στους κλάδους που προτιμούν την αφίνει για αργότερα· τώρα θέλει ~ και γενικά μορφωμένους ανθρώπους (Papanoutsos) |
    • το έργο δίδει αφορμή σε συζητήσεις, διαλόγους, που φωτίζοντας ~ το θέμα, του δίνουν την τρίτη του διάσταση, το ζωντανεύουν (Dimaras)

[der of αμφίπλευρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go