Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφίδρομος -η -ο [amfíδromos] Ε5 : (λόγ.) που κινείται ή ασκεί επίδραση προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις: Aμφίδρομη κίνηση. || (μτφ.): Aμφίδρομη ανταλλαγή εμπειριών. || (χημ.) αμφίδρομη αντίδραση, αντίδραση κατά την οποία δημιουργείται ισορροπία μεταξύ των αντιδρώντων σωμάτων και των προϊόντων της αντίδρασης.
αμφίδρομα ΕΠIΡΡ: Aντίδραση που λειτουργεί ~. [λόγ. < ελνστ. ἀμφίδρομος, αρχ. σημ.: `που περικλείει΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίδρομος, -η, -ο [amfí∂romos] (L)
- running both ways, two-way:
- αμφίδρομη και όχι μονόδρομη πρέπει να φαντασθούμε την αιτιότητα ανάμεσα στους δύο τους όρους (το δημιουργό και την εποχή του) (Papanoutsos) |
- poem εκεί ...| που ο χρησμός αστράφτει ~ στα σκότη (Sikel)
[fr K, AG αμφίδρομος]
- running both ways, two-way:



