Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίβολα [amfívola] adv
- questionably, doubtfully (ant αναμφίβολα):
- εκεί που έκοβε το κρέας εκούνησε το κεφάλι της ~ (Xenop) |
- η Όπερα-κομίκ του Παρισιού ουδέποτε θα τολμούσε να παρουσιάση μια συρραφή μουσικών μελωδιών για την εξυπηρέτηση οιουδήποτε σκοπού και μάλιστα ~ μουσικού (Varvoglis) |
- poem ... τ' άνθος μόνο | πάνω απ' το φράχτη ξεχωρίζει. | Kι αχ! τόσο ~, που ανθίζει | στης μυγδαλιάς το γυμνό κλώνο (Panagiotop)
[der of αμφίβολος]
- questionably, doubtfully (ant αναμφίβολα):



