Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυνόμενος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμυνόμενος1 [aminómenos] ο, usu pl αμυνόμενοι οι,
  • defender (syn ο υπερασπιζόμενος, υπερασπιστής, ο επιτιθέμενος):
    • από την τρύπα πάνω από την πόρτα οι αμυνόμενοι έριχναν πέτρες στους εχθρούς (Valeras) |
    • η αντίδραση των αμυνομένων ήταν ζωηρότατη (Terzakis) |
    • και η Eυρώπη και η Aγγλία είναι στη θέση των αμυνομένων (Theodorakop) |
    • ο θεατής θα 'βλεπε πώς τόξευαν οι αμυνόμενοι, πριν ζυγώσουν στο τείχος (Melas)
  • ⓐ athl defensive player:
    • φάουλ δεν κάνει μόνο ο ~, αλλά και ο επιτιθέμενος (Tsiantas)

[substantiv. m of αμυνόμενος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμυνόμενος2, -η, -ο [aminómenos] (L)
  • ① defending o.s. (syn υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, ant επιτιθέμενος):
    • οι φρουρές ξαφνιασμένες, αμυνόμενες όπως όπως, άρχισαν να συμπτύσσονται προς τη γραμμή αντιστάσεως (Terzakis) |
    • η μεραρχία, αφού θα κυρίευε το Mέτσοβο, θα έκοβε στα δυο τις αμυνόμενες ελληνικές δυνάμεις (id.)
  • ⓐ athl defense (adj), defensive:
    • οι κανονισμοί ορίζουν πότε η μια ομάδα θα είναι επιτιθέμενη και πότε αμυνόμενη (Chatzinikou) |
    • ο διαιτητής δίνει κ' ένα φάουλ σε βάρος του αμυνόμενου παίχτη (Tsiantas)
  • ② fig being on the defensive:
    • η αναταραχή γενικεύεται, όταν η αγκιστρωμένη στην παράδοση, η αμυνόμενη μέσ' από τις παλαιωμένες ηθικές έξεις και τα δημιουργημένα συμφέροντα νομοθεσία δέχεται τα χτυπήματα και από τα δύο μέτωπα (Papanoutsos)

[prp of αμύνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες