Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμυλούχος -ος -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμυλούχος -α -ο [amilúxos] Ε4 : που περιέχει άμυλο: Οι αμυλούχες τροφές παχαίνουν.

[λόγ. αμυλ(ο)- + -ούχος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμυλούχος, -ος, -ο [amilúxos] (L)
  • containing starch, starchy (syn αμυλώδης):
    • ~ τροφή starchy food, αμυλούχοι τροφές starchy foods |
    • αμυλούχα τρόφιμα

[der of άμυλον w. -ούχος 'containing']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go