Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλάση η [amilási] & αμυλάζη η [amilázi] Ο30 : (χημ.) ένζυμο που συντελεί στην υδρόλυση του αμύλου.
[-άζη: λόγ. < γαλλ. amylas(e) -η (δες άμυλο)· -άση: λόγ. ορθογρ. δαν.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλάση [amilási] η, (& αμυλάζη) biochem
- amylase
[fr Fr amylase]



