Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμυδρότητα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμυδρότητα η [amiδrótita] Ο28 : η ιδιότητα του αμυδρού.

[λόγ. < ελνστ. ἀμυδρότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμυδρότητα [ami∂rótita] η, (L)
  • dimness, faintness; vagueness, indistinctness; dullness

[fr ByzG αμυδρότης ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go