Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπώθω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αμπώθω· αμπώνω· ’πώνω.
  • 1) Ωθώ, σπρώχνω, προωθώ:
    • πορπατεί καθένας μας εκεί που η Tύχη αμπώθει (Eρωτόκρ. Γ´ 210
    • τα κύματ’ … αμπώθουσί μας εις τη γη (Pοδολ. Γ´ 170).
  • 2) Παρακινώ, παρορμώ:
    • λογισμέ, πού μ’ έπωσες (Γεωργηλ., Θαν. 446).
  • 3) Pίχνω, πετώ:
    • να το αμπώσει (ενν. το καράβι) εις την γην (Tζάνε, Kρ. πόλ. 3354).
  • 4) (Προκ. για μπόμπα, σαϊτιά, κλπ.) εκσφενδονίζω:
    • Πιάνει μια μπόμπα … και κάτω την αμπώθει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 32619).
  • 5) Παρασύρω:
    • να γκρεμνιστείς σ’ αμπώθου (ενν. οι γαλιφιές του πόθου) (Φορτουν. Iντ. β´ 168).
  • 6) Aποκρούω:
    • το σπαθί αμπώθει όσον εμπόρει (Eρωτόκρ. Δ´ 1705).
  • 7) (Προκ. για τη μπουκιά παιγνιωδώς) προωθώ, καταπίνω:
    • (Kατζ. Γ´ 182).

[<αρχ. απωθώ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπώθω [ambóθo] (& region. [abóθo]) (& αμπώχνω) ipf άμπωθα, άμπωχνα, prp αμπώθοντας & αμπώχνοντας, aor άμπωσα, άμπωξα, subj αμπώσω, imper άμπωσε, also lit
  • ① push away, shove back, thrust (syn σκουντώ, σπρώχνω, L απωθώ & ωθώ):
    • με άμπωξε |
    • μην τον αμπώχνης |
    • άμπωσε λίγο τη βάρκα |
    • αμπώχνοντας αμπώχνοντας με κόλλησες στον τοίχο |
    • prov phr άμπωσέ με να σ' αμπώσω you help me, I'll help you region. (IonIsl) |
    • ο στίχος (sc του Παλαμά) φαίνεται σάμπως ν' αμπώχνη όλους τους άλλους, για να επιβάλει την πυρωμένη μοναχικότητά του (Chourmouzios) |
    • οι ρόδες του αμπώχνουν το νερό και τρέχει (Vlami) |
    • poem κ' εδώ με διώχνουν | κ' εκεί μ' αμπώχνουν - | πού να σταθώ; (Vilaras) |
    • λογιάζει ... | κάθε εμπόδιο ... | πως το κορμί της θυγατρός του αμπώχνει (Solom) |
    • κ' ένας τον άλλο αμπώχνοντας ρίχνουν τες κάλπες κάτου (Markoras) |
    • κι όντας μας άμπωθε ο βαρδιάτορας με το άγριο απελατίκι (Kazantz Od 5.923) |
    • όμως τυφλή με αμπώθει δύναμη να σε διαλέγω πάντα (ib 17.592) |
    • ... με το χέρι του τον Άδραστο αποδιώχνει | αμπώθοντάς τον (Homer Il 6.63 Kaz-Kakr)
  • ② prompt, encourage s.o. into sth (Epir, Kerk etc) [fr MG αμπώθω, this & dial απώθω as non-contract being new pr on basis of aor άμπωσα - άπωσα, actually pl απώσαμεν, απώσατε (subj απώσω); hence also pr αμπώνω &απώνω (cf MG απώνω, dial ModG

[Dodec] ππώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες