Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοφιλοσοφία η [ambelofilosofía] Ο25 : ανάπτυξη θεωριών με σοβαροφανή αλλά κοινότοπα επιχειρήματα.
[λόγ. αμπελοφιλόσοφ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοφιλοσοφία [ambelofilosofía] η,
- inferior or cheap philosophy:
- το φημιζόμενο αριστούργημα του ποιητή Δ.Π. δεν αντέχει σήμερα και στο απλό διάβασμα, καταφορτωμένο καθώς είναι με αμπελοφιλοσοφίες (Melas)
[cpd w. φιλοσοφία]
- inferior or cheap philosophy:



