Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπελοφιλο%
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοφιλοσοφία η [ambelofilosofía] Ο25 : ανάπτυξη θεωριών με σοβαροφανή αλλά κοινότοπα επιχειρήματα.

[λόγ. αμπελοφιλόσοφ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοφιλοσοφία [ambelofilosofía] η,
  • inferior or cheap philosophy:
    • το φημιζόμενο αριστούργημα του ποιητή Δ.Π. δεν αντέχει σήμερα και στο απλό διάβασμα, καταφορτωμένο καθώς είναι με αμπελοφιλοσοφίες (Melas)

[cpd w. φιλοσοφία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοφιλοσοφικός, -ή, -ό [ambelofilosofikós] (L)
  • of or pertaining to cheap philosophy:
    • μου δώσατε τα εισιτήρια, για να πάω ν' ακούσω τις ατελείωτες αμπελοσοφικές φλυαρίες; (Melas)

[der of αμπελοφιλόσοφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοφιλόσοφος ο [ambelofilósofos] Ο19 : αυτός που αναπτύσσει θεωρίες με σοβαροφανή και κοινότοπα επιχειρήματα.

[λόγ. αμπελο- + φιλόσοφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοφιλόσοφος [ambelofilósofos] ο, η, (L)
  • inferior or cheap philosopher:
    • ανάξιοι αντίπαλοι κατηγορούν τον τάδε ως αμπελοφιλόσοφο

[cpd w. φιλόσοφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοφιλοσοφώ [ambelofilosofó] Ρ10.9α : αναπτύσσω θεωρίες με σοβαροφανή και κοινότοπα επιχειρήματα.

[λόγ. αμπελοφιλόσοφ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go