Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπελουργικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελουργικός -ή -ό [ambelurjikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αμπελουργία: Aμπελουργικά μαθήματα. || (ως ουσ.) η αμπελουργική, η αμπελουργία.

[λόγ. < αρχ. ἀμπελουργικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελουργικός, -ή, -ό [ambeluryikós] (L)
  • viticultural:
    • αμπελουργικά εργαλεία |
    • αμπελουργικά μαθήματα (syn μαθήματα αμπελουργικής) |
    • ~ σταθμός vinicultural station (where varieties of vines are cultivated) |
    • αμπελουργικό συνέδριο |
    • αμπελουργικοί πληθυσμοί populations cultivating the grapevine

[fr K ἀμπελουργικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go