Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπατζής ο.
-
- Kατασκευαστής ή πωλητής χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων:
- (Συναδ. φ. 43v)·
- (συνεκδοχ. προκ. για καταστήματα αμπατζήδων):
- εις τον Κάτου τον Kαρβασαρά, εις την άκρην τους αμπατζήδες (αυτ. φ. 39r (χφ απα‑)).
- Ως επών.:
- (αυτ. φ. 36v)>
[<τουρκ. abacι. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Kατασκευαστής ή πωλητής χοντρών μάλλινων υφασμάτων ή ρούχων:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπατζής [ambatzís] (& [abatzís]) ο, pl αμπατζήδες,
- maker and/or seller of garments of coarse woolen fabric:
- οι πρόγονοι του Δαμιανού Φραντζή ανήκανε στο σινάφι των αμπατζήδων, που είχε προστάτη τον αϊ-Nικόλα κ' ήταν από τα μεγάλα σινάφια του παλιού Φαναριού (Theotokas)
[fr LMG αμπατζής ← Turk abaci]
- maker and/or seller of garments of coarse woolen fabric:



