Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπαρόριζα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπαρόριζα η [ambaróriza] & αρμπαρόριζα η [arbaróriza] Ο27 : φυτό με αρωματικά φύλλα τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως μυρωδικό και των οποίων το αφέψημα διευκολύνει την πέψη.

[αρμπα-: ιταλ. *albarosa παρετυμ. ρίζα και τροπή [l > r] πριν από [b] · αμπα-: < αρμπαρόριζα με ανομ. αποβ. του πρώτου από τα τρία [r] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπαρόριζα s. αμπαρόριζα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go