Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπίρ το [ampír] Ο (άκλ.) : (ραπτ.) για μπλούζα ή φόρεμα του οποίου το κορσάζ είναι κατασκευασμένο έτσι, ώστε να σχηματίζει πτυχές. || (ως επίθ.): Φόρεμα σε γραμμή ~.
[λόγ. < γαλλ. style Εmpire]



