Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορόζο [amorózo] adj, mus
- tender, amorous, amoroso (syn L περιπαθής):
- ένα κομμάτι ~
[fr It amoroso]
- tender, amorous, amoroso (syn L περιπαθής):
[Λεξικό Κριαρά]
- αμορόζος ο· θηλ. αμουρούζα.
-
- α) Αγαπητικός, εραστής:
- αμορόζος της Πουλισένας (Κατζ. Κατάλ. προσ. 18)·
- β) (θηλ.) ερωμένη:
- είπαν του τα μαντάτα οι αμουρούζες του (Mαχ. 22429).
[<ιταλ. amoroso· το θηλ. <προβ. amourousa. Πβ. κυπρ. τοπων. Φουντάνα (Α)μορόζα ή ’Μουρούζα Κυπρ. χφ. 156, 160, Πορτολ. Α 13025, 31123 (και νεότ.). H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Αγαπητικός, εραστής:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμορόζος [amorózos] ο, (& μορόζος & region. (Cycl) αμορούζος, αμουρόζας, αμουρούζος) obsolesc
- lover (syn αγαπητικός, ερωμένος, φίλος):
- έχει αμορόζο |
- prov phr τ' αμουρούζου μου ο σκύλος | αμουρούζος μου κ' εκείνος (Cycl) |
- folks. ήρθεν ο αμουρόζος σου να κάμει πατινάδα (Cycl)
[fr LMG αμορόζος ← It amoroso 'lover']
- lover (syn αγαπητικός, ερωμένος, φίλος):



