Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμοργιανός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αμοργιανός1 [amoryanós] ο, Aμοργιανή [amoryaní] η, Aμοργιανό [amoryanó] το, (& Aμοργινός)
  • inhab of Amorgos

[substantiv. m of αμοργιανός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμοργιανός2, -ή, -ό [amoryanós]
  • fr or of Amorgos (syn αμοργινός):
    • αμοργιανό κορίτσι |
    • αμοργιανά κρασιά |
    • αμοργιανό καΐκι |
    • ~ σκοπός Amorgos tune |
    • ο Aριστοφάνης προτρέπει τις γυναίκες να φορούν αμοργιανούς χιτώνες (Varelas) |
    • poem α, η δόλια, που αξεφλούδιστο έχω αφήσει | το αμοργιανό λινάρι μου (Stavrou Ar)

[der of Aμοργός w. suff-ιανός; cf AG ἀμόργινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go