Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμνιακός -ή -ό [amniakós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει ή που έχει σχέση με το άμνιο, συνήθ. στους όρους ~ σάκος, κυστικός σχηματισμός που αποτελείται από το άμνιο και το χόριο και περιέχει το αμνιακό υγρό και το έμβρυο. Aμνιακή κοιλότητα, διπλή πτυχή του εξωδέρματος, της οποίας το εσωτερικό φύλλο αποτελεί το άμνιο. Aμνιακό υγρό, το υγρό που περιέχεται στον αμνιακό σάκο.
[λόγ. άμνι(ον) -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμνιακός, -ή, -ό [amniakós] (L) med, physiol
- amniotic:
- αμνιακό υγρό amniotic fluid
[der of άμνιον w. suff -ακός]
- amniotic:



