Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμνάδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμνάδα η [amnáδa] Ο26 : θηλυκό πρόβατο μικρής ηλικίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀμνάς, αιτ. -άδα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμνάδα [amná∂a] η, (L)
  • ewe lamb, young ewe (syn αρνάδα):
    • μπουλούκια χωριάτισσες, κάμποσοι γερο-ψαράδες, μαζί τους δυο-τρεις παπάδες κ' ένας βοσκός, που έσερνε την ~ του, πήραν ν' ανεβαίνουν κατά το μοναστήρι (Plaskovitis) |
    • poem -Πάσχα Kυρίου! | -άσπρα μου προβατάκια, πού σας πάνε αχ! άραγε; | αμνάδες μου, για πού σας οδηγάνε; (Melissanthi) |
    • στην ~ που γεύεται τα φύλλα | της φουντουκιάς, η τόλμη παραστάτης | του τσοπανόσκυλου κλ (Xydis) |
    • και πράο αρνί | να παίζει μεγαλόματο κοντά του, | πυκνόμαλλο, που τ' άφησε η ~, | να σειέται, όπως σαλεύουνε τα φύλλα (id.)
  • ⓐ fig young girl:
    • δεκαεφτά χρονών ~

[fr LMG αμνάδα, MG αμνάς ← K, PatrG ἀμνάς 'ewe lamb', for meaning b cf παρθενικc ἀμνάς (Proclus)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go