Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμμούδα η [amúδa] Ο26 : (οικ.) 1. αμμότοπος. 2. αμμουδιά.
[μσν. αμμούδα < άμμ(ος) -ούδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμούδα [amú∂a] η,
- SIMA2>sand:
- πολύ ψιλή ~ (syn αερίνα) |
- το αμάξι κόλλησε στην ~ |
- ακρογιάλι με την ψιλή ξανθή του ~ (Kazantz) |
- πυρωμένη ~ burning sand |
- ερημικά, καμωμένη από ~
- ① sands, sandy place such as beach (syn αμμουδιά 1a):
- ο κήπος είναι αλάκερος έρημη ~ κι απάνω της σκορπισμένοι βράχοι (Kazantz) |
- καυτές, κυματιστές αμμούδες που κουνιούνται στον ήλιο (id.) |
- στρωτές αμμούδες smooth beaches |
- κορμιά είναι ξαπλωμένα κάτω στους όχτους, στην καρβουνοπασπαλισμένη ~· κάνουν μπάνιο κ' ηλιοθεραπεία (Kazantz) |
- ένα τσούρμο κυρίες νεκρόφερναν πάνω στην ~ (Kastanakis) |
- κατσίκια και πρόβατα κατηφορίζουν, πλανιούνται ανάμεσα στις αμμούδες και ξεδιψούν (Panagiotop) |
- με πήρε μαζί του στο περιγιάλι· ξαπλωθήκαμε στην ~ και κοιτάζαμε τ' άστρα (id.) |
- η αμμουδιά, ξανθή ως εκεί που τήνε βρέχει το κύμα και την κάνει καστανή, μια καστανή ~ (Petsalis)
- ⓐ sandy bottom of the sea (syn αμμοσούρα):
- ψάρι της αμμούδας |
- αχινός της αμμούδας zoo sandburrowing urchin, Echinocardium cordatum
- ⓑ desert sands, waste of sand:
- οι ζεστές αμμούδες της Aραπιάς |
- στην έρημο της Aραβίας, καβάλα σε καμήλα, αγνάντεψα την απέραντη ανέλπιδη ~ (Kazantz) |
- περπατώ μέσα στην ~, ο ήλιος τρυπάει το κρανίο, όλη η έρημος ως πέρα αχνίζει (id.) |
- μετατοπίστηκαν οι ποταμοί κι απόμειναν η ~ κι ο γρανίτης (id.) |
- poem ~ πάλε απλώνεται έρημη και πέρα ξεχωρίζει (id.) |
- μουδέ λογομαχήσαμε ποτέ πα στην παντέρμη ~ (id.)
- ② region. (Crete, Epirus etc) fragile sandstone (syn αμμουδόπετρα):
- στην οικοδομή του ανακτόρου (στα Mάλια Kρήτης) χρησιμοποιούνται οι τοπικοί λίθοι |
- ~ και σιδερόπετρα (ασβεστόλιθος) ως και πλίνθοι από χώμα και φύκη (SAlexiou)
[fr LMG (Du Cange) αμμούδα, der of αμμούδι (this recorded as pl-n)]
- SIMA2>sand:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμμουδα [ámu∂a] η, region. (Syros,
- Skyros, Symi) sea sand:
- ο λύχνος είναι ψάρι της άμμουδας |
- poem ωιμέ, παιδιά, φωνάζει, εχαθήκαμε· | στες άμμουδες τες στρίγγλες εξεπέσαμε (Mavrogiannis)
[fr pl άμμοιδες, extended of άμμοι; cf αμμούδες]
- Skyros, Symi) sea sand:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμουδάρα [amu∂ára] η, region. (Peloponn,
- Crete, Cycl, Dodec etc) sandy place (syn in αμμόγη):
- το χωράφι μου είναι ~
[also as pl-n Aμμουδάρα, αμμουδάρες; substantiv. f of *αμμωδάρης, whose f αμμωδάρα in Cycl (Amorgos, Kythnos, ναμμωδάρα Melos), while pl-n Aμμουδάρι is substantiv. n ← αμμωδάριν]
- Crete, Cycl, Dodec etc) sandy place (syn in αμμόγη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμουδάτος, -η, -ο [amu∂átos]
- full of sand, sandy:
- poem και είναι όλες στο γιαλό, στο σύνορο της αμμουδάτης Πύλος (Homer Il. l9.153 Kaz-Kakr) |
- στη Σπάρτη και στην Πύλο λόγιασα μετά την αμμουδάτη | να τόνε στείλω (Homer Od 1.93 Kaz-Kakr) |
- ο γερο-Nέστορας, που αφέντευε στην αμμουδάτη Πύλο (ib 2.77)
[der of αμμούδα 'sand']
- full of sand, sandy:



