Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμμουδέρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμουδέρα [amu∂éra] η,
  • area of sandy (and therefore infertile) soil (syn αμμοδούρα)

[der of αμμουδερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες