Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμμοδόχος [amo∂óxos] η,
- sand table:
- ο δάσκαλος χωρίζει στην αμμοδόχο με ξυλάκια μιαν ορισμένη περιοχή και αναφέρεται στη διάκριση των συνόρων ενός χωραφιού, μιας αυλής ή και των συνόρων μιας χώρας (Geros)
[cpd w. -δόχος]
- sand table:



