Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμμοδόχος
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμμοδόχος [amo∂óxos] η,
  • sand table:
    • ο δάσκαλος χωρίζει στην αμμοδόχο με ξυλάκια μιαν ορισμένη περιοχή και αναφέρεται στη διάκριση των συνόρων ενός χωραφιού, μιας αυλής ή και των συνόρων μιας χώρας (Geros)

[cpd w. -δόχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go