Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμιλλώμαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμιλλώμαι [amilóme] Ρ11 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) συναγωνίζομαι.

[λόγ. < αρχ. ἁμιλλῶμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμιλλώμαι [amilóme] αμιλλάσαι, ipf αμιλλώμουν, aor subj αμιλληθώ,
  • try to equal or excel, vie (w. s.o.), emulate, contend, compete (syn συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι L, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω):
    • ~ σημαίνει ότι σε αγώνα διεκδικώ (προς άλλους, εναντίον άλλων) τη νίκη (Papanoutsos) |
    • τους αμιλλάται σ' ευφυΐα he vies w. them in wit |
    • (οι δυό τους) αμιλλώνται στη μελέτη they outvie each other in study (syn συναγωνίζονται) |
    • αμιλλώνται σε γενναιοδωρία they vie w. one another in generosity |
    • μη φθονείτε τους πρωτεύοντες, αλλ' αμιλλάσθε να εξισωθείτε μαζί τους, αφού γίνετε χρηστοί (Vrettakos) |
    • οι περίφημες αθηναϊκές καντάδες αμιλλώντο ποια θα πει την πρωτοχρονιά τα ωραιότερα κάλαντα (Skouzes) |
    • τα έθνη δεν πρέπει να αντιμάχονται αλλά να αμιλλώνται το ένα το άλλο (Theodorakop) |
    • αμιλλώνται να συντρέξουν μια κοινωφελή κ' εθνωφελή προσπάθεια, στην οποία πρώτος ο Pήγας έχει τα πάντα διαθέσει (Vranousis) |
    • αμιλλώνται πώς να διαμορφώσουν το αριστούργημα των κραμάτων, ένα πολυσύνθετο έργο τέχνης (Papatsonis)
  • ① (tend to) be equal in quality, ability, merit etc (syn είμαι εφάμιλλος or ισάξιος, παραβγαίνω, φτάνω):
    • τα προϊόντα της ελληνικής υφαντουργίας αμιλλώνται τα ευρωπαϊκά |
    • ο καλλιτέχνης αυτός αμιλλάται τον ίδιο τον πρωτομάστορα σε εσωτερική πνοή και αριστοτεχνική σμίλευση του μαρμάρου (Despinis) |
    • ο Tαιν παραβάλλει τα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης "προς ωραίο σώμα αθλητή, του οποίου η ρώμη αμιλλάται την αβρότητα και τη γαλήνη" (Athanasiadis-N) |
    • προσπαθούσαν να πλάσουν λόγο ικανό ν' αμιλληθεί προς τη βροντή που προετοιμάζει τη θύελλα, προς το κατάψηλο κύμα που ταξιδεύει στην κορυφή της τρικυμίας (Panagiotop)

[fr K ἀμιλλῶμαι ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go