Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμετανόητος, επίθ.· ’μετανόητος.
-
- Που δε μετανοεί:
- (Θρ. Kύπρ. M 82).
[μτγν. επίθ. αμετανόητος. H λ. και σήμ.]
- Που δε μετανοεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμετανόητος -η -ο [ametanóitos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που δεν έχει μετανοήσει για ορισμένο κακό που έκανε· αμεταμέλητος. ANT μετανοημένος: Ψυχρός και ~ φαινόταν ο δράστης κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος. 2. (με χαρακτηρισμό ιδ. αρνητικό) που δεν αλλάζει αλλά πεισματικά συνεχίζει να είναι τέτοιος: Είναι κάποιος ~ χαρτοπαίχτης / φασίστας / κομμουνιστής.
[λόγ. < ελνστ. ἀμετανόητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετανόητος1 [ametanóitos] ο, usu pl αμετανόητοι οι,
- impenitent person, uncontrite individual:
- έχει δυο κατηγορίες πολιτικών κρατουμένων, τους δηλωσίες και τους αμετανόητους. Aμετανόητοι πάει να πει δεν έχουν υπογράψει ακόμα τη δήλωση (Kasdaglis) |
- στη δική μας σκηνή θ' αφήνανε τους αμετανόητους· τα κορόιδα θα 'μεναν εδώ (id.) |
- οι φιλελεύθεροι είναι αμαρτωλοί· να προσευχόμαστε να μετανοήσουν, αλλά να τιμωρούμε τους αμετανόητους (Roufos transl of Bolton King) |
- poem σώσε με ...|...| απ' τους νεκρούς που με τριγυρίζουν κι απ' τις χειραψίες των αμετανόητων (Athanasoulis)
[substantiv. m of αμετανόητος2]
- impenitent person, uncontrite individual:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετανόητος2, -η, -ο [ametanóitos] (L)
- unrepentant, impenitent, uncontrite (syn αμεταμέλητος, αμετάνοιωτος):
- ο ~ ληστής NT the impenitent thief |
- ~ εγκληματίας impenitent criminal |
- ~ χαροκόπος |
- ~ χαρτοπαίκτης |
- οι αμετανόητοι ανθρωπιστές (near-syn οι αδιόρθωτοι ανθρωπιστές) |
- προς τη θάλασσα ξανάρχεται ο ποιητής πάντα ~ νοσταλγός (Tsatsos) |
- οι αμετανόητοι κύκλοι των αντιδραστικών ευγενών της εποχής |
- τι μπορεί να πάθει ένας γερός και ~ μπεκρής μας το ραψωδεί σ' έναν τοίχο μια αλληγορική παράσταση (Karantonis) |
- η Eλλάδα μ' όσα κι αν της κάνουν μένει στην αντρεία αμετανόητη (Lountemis) |
- poem ο νους ...| ~ αλαζών κ' ελεήμων ερημίτης! (Ritsos) |
- κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε | το αμετανόητο χέρι, | δέθηκα σ' ένα κόμπο λύπης (Elytis)
[fr MG ← K ἀμετανόητος (NT, PatrG), cpd w. μετανοητός (seen also in εὐ-μετανόητος)]
- unrepentant, impenitent, uncontrite (syn αμεταμέλητος, αμετάνοιωτος):



