Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετανοησία [ametanoisía] η,
- unrepentance, impenitence:
- είναι αμετανόητος και η ~ του δε λέγεται |
- η ~ του και το πείσμα του δεν έχουν όρια
[fr PatrG ἀμετανοησία, der of ἀμετανόητος]
- unrepentance, impenitence:



