Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμετάφραστα [ametáfrasta] adv
- without translation:
- με μια τέτοια αίσθηση ζωής δεν μένει μεγάλο περιθώριο για κείνο, που ~ αποκαλούμε "χιούμορ" (Matsas)
[der of αμετάφραστος]
- without translation:



