Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμερόληπτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμερόληπτα [amerólipta] adv
  • impartially, disinterestedly, unprejudicedly, objectively, evenhandedly, fair-mindedly (syn αμερολήπτως L, με αμεροληψία, απροσωπόληπτα, ασυμμέριστα, δίκαια, ουδέτερα):
    • φέρεται δίκαια κι ~ |
    • βλέπω την υπόθεση ~ |
    • ο κριτικός κατατοπίζει τον αναγνώστη ~ |
    • κρίνω ~ judge without prejudice, e.g. ο δικαστής έκρινε ~ τη διαφορά |
    • το σχέδιο, καλά μελετημένο καθεαυτό, παρουσίαζε ωστόσο ~ κρινόμενο ορισμένες αδυναμίες (Terzakis) |
    • οι πνευματικές αξίες, μόνο τοποθετημένες μέσα σε χώρο και χρόνο, μπορούν να κριθούν ~ (Chatzinis) |
    • για τον συγγραφέα το βιβλίο του αποτελεί ένα μέρος του είναι του και δεν μπορεί να το αντικρύσει ~ (Thrylos) |
    • poem είχε αρχίσει να βλέπει | και την πιο εφήμερη μαργαρίτα να γνέφει με τ' άσπρο της χέρι, | να γνέφει σ' όλους ~ (Ritsos)

[der of αμερόληπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go