Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμερικανόφιλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμερικανόφιλος -η -ο [amerikanófilos] Ε5 : που συμπαθεί τους Aμερικανούς, τις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής, και υποστηρίζει την πολιτική ή τα συμφέροντά τους: Aμερικανόφιλο καθεστώς / κόμμα. || (ως ουσ.).

[λόγ. αμερικανο- + -φιλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανόφιλος1 [amerikanófilos] ο, αμερικανόφιλη [amerikanófili] η,
  • Americanophile:
    • συζήτηση μεταξύ αμερικανόφιλων και μη αμερικανόφιλων

[substantiv. m and f of αμερικανόφιλος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμερικανόφιλος2, -η, -ο [amerikanófilos]
  • Americanophile:
    • αμερικανόφιλη πολιτική |
    • αμερικανόφιλο κόμμα |
    • η πλειοψηφία των Eλλήνων είναι αμερικανόφιλη

[cpd w. φίλος; cf αγγλόφιλος, γαλλόφιλος, ρωσόφιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες