Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμερικανισμός [amerikanizmós] ο,
- ① American ways, Americanism:
- ~ όσο για τα μηχανικά μέσα που διαθέτει, αλλά το γούστο είναι της Eυρώπης (Papatsonis) |
- ο αληθινά μεγαλοπρεπής αυτός καταρράχτης του αμερικανισμού ή του κοσμοπολιτισμού δεν πρόκειται να παρασύρει την παλαιά μορφή του Bουκουρεστιού (id.) |
- θα μείνει Έλληνας, χωρίς και να χάσει τίποτε από τον αμερικανισμό του (Karantonis)
- ② peculiarity, novelty (syn ιδιορρυθμία):
- το κοινό δεν ανέχεται τη στυγνή βιομηχανοποίηση του είδους· ο ~ κλίνει προς τη δύση του (Athanasiadis-N) |
- πάρα πολλά φαινόμενα της ατομικής και της συλλογικής ζωής μας που τα ονομάζουμε αμερικανισμούς δεν συναντώνται αποκλειστικά και μόνο στην Aμερική (Papanoutsos)
- ③ ling idiomatic peculiarity of American English speech such as phrase, meaning, form, pronunciation, Americanism (syn αμερικανικός ιδιωτισμός)
[der of αμερικανίζω]
- ① American ways, Americanism:



