Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμειβόμενος, -η, -ο [amivómenos] (L)
- being recompensed, remunerated or rewarded:
- κατορθώνει να επιτύχει μίαν ισχνότατα αμειβόμενη βιοποριστική εργασία (Papanoutsos) |
- πρέπει να δώσομε στα ιδρύματα καθηγητές, επιμελητές, βοηθούς περισσότερους και καλύτερα αμειβόμενους (id.)
[prpp of αμείβω]
- being recompensed, remunerated or rewarded:



