Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμείωτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμείωτα [amíota] adv (L)
  • irreducibly, undiminishedly, unflaggingly:
    • ζούσε με το ενδιαφέρον του ~ και αποκλειστικά συγκεντρωμένο στα απλά πράματα (Ouranis)

[der of αμείωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες