Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμβλύνοια
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμβλύνοια η [amvlínia] Ο27 : έλλειψη ικανότητας για σωστή και γρήγορη αντίληψη. ANT οξύνοια.

[λόγ. αμβλύ(νους) -νοια κατά το σχ.: βραδύνους - βραδύνοια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμβλύνοια [amvlínia] η, (L)
  • dullness (of wit), doltishness (ant οξύνοια):
    • καταφρονούν εκείνον που από αδεξιότητα, ~, δειλία ή και υπερβολικούς ακόμη ηθικούς φόβους αστοχεί και αποτυγχάνει (Papanoutsos) |
    • η πράξη αυτή του Bατικανού (που κήρυξε εσφαλμένη και αιρετική κάθε δοξασία που λέει ότι η Γη δεν είναι το κέντρο του Σύμπαντος) είν' ένα από τα πιο δραματικά δείγματα της ανθρώπινης ακαμψίας και αμβλύνοιας (Kanellop)

[der of αμβλύνους; cf βραδύνοια, ταχύνοια etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go