Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμασία
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμασία [amasía] η,
  • deprivation of food, hunger, starvation (syn έλλειψη τροφής, αφαγία, πείνα):
    • έχω φοβερή ~ |
    • έχω κάτι άγριες αμασίες |
    • δεν έχει μάσα και θα πεθάνει από ~

[cpd w. μάσα & suff -ία (cf τροφή: ατροφία) or after αφαγία, αφαγιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go