Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαξάδα η [amaksáδa] Ο25α : 1.(προφ.) περίπατος ή γενικά διαδρομή με άμαξα: Mια ρομαντική ~. || (ως επίρρ.) με άμαξα, πάνω σε άμαξα: Πήγαμε στο χωριό ~. 2. (παρωχ.) διαδρομή με αυτοκίνητο.
[1: άμαξ(α) -άδα· 2: αμάξ(ι) -άδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξάδα1 [amaksá∂a] η,
- ① carriage drive, carriage ride (syn περίπατος με άμαξα, καροτσάδα):
- μια ωραία ~ στο Φάληρο |
- βάλαμε στοίχημα μια ~ |
- μετά τη θρησκευτική λοιπόν ~ αποτραβήχτηκε (Papantoniou) |
- rembetiko που εγλεντούσα με βιολιά κι όλο με ~ (IPetrop) |
- poem ... και τα σαλιγκάρια | ύστερα απ' τη βροχή πηγαίνουν ~ πασχαλιάτικη (Papatsonis)
[der of άμαξα or αμάξι & suff -άδα2, q.v.]
- ① carriage drive, carriage ride (syn περίπατος με άμαξα, καροτσάδα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαξάδα2 [amaksá∂a] adv
- by carriage (syn με αμάξι, καροτσάδα adv):
- πήγαμε ~ στα Mεσόγεια |
- folkt πέρασε ~ από το δάσος |
- θ' ακλουθήσει αυτόνα εδώ· και μάλιστα ~ (Karagatsis).
- by carriage (syn με αμάξι, καροτσάδα adv):



