Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμανατιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμανατιάζω [amanatjázo] region. (Peloponn,
  • Sterea etc) give as surety, pawn (syn βάζω αμανάτι, s. αμανάτι 2):
    • θ' αμανατιάσουμε το σπίτι μας να πάρουμε λεφτά

[der of αμανάτι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες