Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμακιγιάριστος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμακιγιάριστος -η -ο [amakijáristos] Ε5 : (για πρόσ.) α. που δεν είναι μακιγιαρισμένοςα, άβαφος: Aμακιγιάριστο πρόσωπο. Δε βγαίνει ποτέ έξω αμακιγιάριστη. β. για ηθοποιό που δεν έχει μακιγιαριστεί για να υποδυθεί κπ. ρόλο.

[α- 1 μακιγιαρισ- (μακιγιάρω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμακιγιάριστος, -η, -ο [amaciyáristos]
  • not made up (syn αφτιασίδωτος, άφτιαστος, ant μακιγιαρισμένος, φτιασιδωμένος):
    • και η κομψότερη γυναίκα δεν κάνει εντύπωση, όταν είναι αχτένιστη ή αμακιγιάριστη |
    • δεν της αρέσει να βγαίνει αμακιγιάριστη |
    • μην αφήνεις τα μάτια αμακιγιάριστα |
    • ο ηθοποιός άργησε να 'ρθει και άνοιξε την παράσταση ~

[cpd w. *μακιγιαριστός: μακιγιαρισ- in ppp μακιγιαρισμένος: μακιγιάρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go