Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμακατζής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμακατζής ο [amakadzís] Ο8 θηλ. αμακατζού [amakadzú] Ο37 : (λαϊκ.) ο τρακαδόρος· αμακαδόρος.

[αμάκ(α) -ατζής· αμακατζ(ής) -ού]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμακατζής [amakadzís] ο, s. αμακαδόρος
:
  • αυτός ο άνθρωπος δεν ξεκολλάει από το σπίτι μας, κορόιδα μας έπιασε ο ~ |
  • ο ίδιος ο οξαποδώς να ξεπετιόνταν μπροστά του ... δε θα τον αναστάτωνε όσο τούτος ο ~, ο χαρατσαδόρος (Bastias)

[der of αμάκα2 w. suff -τζής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go