Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμίλητα, επίρρ.
-
- Xωρίς μιλιά, σιωπηλά:
- (Eρωτόκρ. B´ 1522).
[<επίθ. αμίλητος. H λ. και σήμ.]
- Xωρίς μιλιά, σιωπηλά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίλητα [amílita] adv
- without talking, without a word, in silence, dumbly (syn χωρίς λέξη or μιλιά, άφωνα, βουβά, σιωπηλά):
- κάθισαν ~ |
- κοίταζε ~ το πέλαγος |
- τον κοίταξε, ύστερα ~ του έδωσε το χέρι |
- αποχαιρετώ ~, ακίνητα τις χλωμές χαμογελαστές Γιαπωνέζες (Kazantz) |
- το γκαρσόνι άφηνε διακριτικά κι ~ τον καφέ μπροστά του |
- υποφέρεις ~ το κρύο, τη ζέστη κλ |
- το νερό αντλείται ~ προ της ανατολής του ηλίου (Megas) |
- folkt καλησπέρα, τους είπε άλαλα κι ~ (id.) |
- ο ύπνος μου ήτον γεμισμένος από ένα όνειρο μιας ευτυχίας, που την έκλαιγα ~και αβόγγητα στα άδυτα των αδύτων μου (Palam) |
- μιαν ιδέα τη δουλεύω καιρό πολύ, ~, με υπομονή (Kazantz) |
- poem ... πάει να γίνει |...| ~ ασύγκριτα κάτι καινούργιο εκείνη (Palam) |
- πούθε κρατείς ~ | σε μας το φανερώνει | ο ήλιος (Markoras) |
- να το τραβάν (sc το χάδι) ~ κατά τ' αστέρια οι πόθοι, | που θησαυρίζουν της καρδιάς τη μυστική φυγή (Sikel)
[fr MG αμίλητα, der of αμίλητος]
- without talking, without a word, in silence, dumbly (syn χωρίς λέξη or μιλιά, άφωνα, βουβά, σιωπηλά):



