Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμέτοχα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμέτοχα [amétoxa] adv
  • without participation:
    • δεν αρκεί ν' αντλήσεις ψυχρά κι ~ κάμποσες πληροφορίες (Petsalis) |
    • ο ιστορικός πρέπει να βλέπει την ιστορική πραγματικότητα ~ ή πρέπει να συμμετέχει; (Theodorakop)

[der of ByzG αμέτοχος; cf also αμετόχως (Eustathius)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go