Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέτοχα [amétoxa] adv
- without participation:
- δεν αρκεί ν' αντλήσεις ψυχρά κι ~ κάμποσες πληροφορίες (Petsalis) |
- ο ιστορικός πρέπει να βλέπει την ιστορική πραγματικότητα ~ ή πρέπει να συμμετέχει; (Theodorakop)
[der of ByzG αμέτοχος; cf also αμετόχως (Eustathius)]
- without participation:



