Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάν-αμάν
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάν-αμάν [amán amán] το,
  • singing aman aman:
    • η ηθοποιός κάθεται στο ντιβάνι· τίποτε από ανατολίτικη πλαδαρότητα, από ξάπλωμα και από ~ (Athanasiadis-N)

[fr Turk aman! aman!]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες