Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλώνισμα το [alónizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλωνίζω: Tο ~ των σιτηρών / οσπρίων. || ο σχετικός χρόνος: Θα σε πληρώσω στο ~.
[αλωνισ- (αλωνίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλώνισμα [alónizma] το,
- ① threshing (syn 2, αλωνισμός):
- έχουμε ~ |
- μπαίνουν στ' ~ αύριο |
- μας βρήκε απάνω στ' ~ |
- έρχεται το καλοκαίρι, πλακώνουν οι δουλειές, θερίσματα, αλωνίσματα, σοδειάσματα (Kazantz) |
- o K. είχε φροντίσει για το θερισμό, το ~ και τον εφοδιασμό των φρουρίων (Vacalop) |
- μέσα στο μυθιστόρημα μας δίνονται εικόνες από τη σπορά, το θέρισμα, το ~ (Sachinis)
- ② fig dispersal, scattering (syn διασκόρπισμα, διάλυση):
- τους έκανε ένα ~ δυνατό
- ⓐ imperious action, highhanded act (syn αυθαίρετη ενέργεια or πράξη):
- (στην περίοδο της δικτατορίας) όλοι δεχότανε με μια παθητική μεμψιμοιρία τα αλωνίσματα της λογοκρισίας (Seferis)
[der of αλωνίζω]
- ① threshing (syn 2, αλωνισμός):



