Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλύτρωτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αλύτρωτα [alítrota] adv
  • irredeemably, hopelessly:
    • είμαστε εμείς και η Tέχνη υποδουλωμένοι ~ σε περιορισμούς (Thrylos) |
    • φανταστείτε έναν άνθρωπο καταδικασμένον να ζει ~ μέσα σ' ένα κλουβί (Terzakis)

[der of αλύτρωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go