Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλύγιστα [alíyista] adv
- stiffly, rigidly, inflexibly, stubbornly (syn άκαμπτα):
- μιλεί or κοιτάζει σκληρά, ~ |
- κατηγορηματικός ~ μου ξεσκεπάζει την αλήθεια, μία (Palam) |
- αυστηρά και ~ καθορισμένος τρόπος σκέψης και ζωής (Papanoutsos) |
- ο ιδρυτής της Kοινωνίας των Eθνών πίστευε ~ στη δύναμη των αξιωμάτων του (of his axioms) (Theotokas) |
- να παραδεχτούν (sc τον ιδανικό έρωτα του άντρα και της γυναίκας) τολμηρά, ~ και περήφανα (id.) |
- poem γιομάτη κ' η εκκλησιά και πλουμιστή με χίλιες | εικόνες που μονότροπα κι ~ ιστορίζουν |...| του Iσραήλ τα οράματα (Palam)
[der of αλύγιστος2]
- stiffly, rigidly, inflexibly, stubbornly (syn άκαμπτα):



