Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλόφυτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλόφυτο το [alófito] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : (οικολ.) χαρακτηρισμός φυτών που ευδοκιμούν σε αλμυρά εδάφη.

[λόγ. < γαλλ. halophyte < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + -phyte = -φυτον (δες -φυτα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go