Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλωνιστής ο [alonistís] Ο7 : 1.αυτός που αλωνίζει ιδίως σιτηρά. 2. (λαϊκότρ.) Aλωνιστής, ο μήνας Iούλιος.
[αλωνισ- (αλωνίζω) -τής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνιστής [alonistís] ο, pl αλωνιστές & αλωνιστάδες
- ① thresher:
- οι αλωνιστάδες τρέχανε σαν τ' άλογα τα φρενιασμένα που τα δάγκασε μύγα κακή (Vlachogiannis) |
- κράτει! να! κράτει! ακουγόταν ο ~ που πάλευε τα ζευτικά ανεβασμένος στο βωλόσυρο (Prevelakis) |
- folks. κ' εγώ τον πρώτο αλωνιστή άντρα θα τόνε πάρω (DPetrop) |
- poem και παίρνει ο ~ αμίλητος την άγια του φαμίλια, | τα δυο του κουρασμένα ζευτικά, τη γίδα του, το σκύλο (Kazantz Od 6.612) |
- κρατώντας τα λουριά οι αλωνιστές | όλοι αναμμένοι, με φωνή και καμτσίκι | κυβερνάτε τ' άλογα μπροστά (Sikel)
- ② Thresher, i.e. the month of July (syn in αλωνάρης 2):
- μέσα στον καυτερό αλωνιστή μεσημέρι μονάχα ο τζίτζικας σφύριζε το τραγούδι του (PPapachristodoulou) |
- ο πιο μεγάλος τράκος πιάστηκε στις 5 του αλωνιστή στα Kαμπιά στον Aποκόρωνα (Prevelakis)
[fr LMG αλωνιστής, der of αλωνίζω]
- ① thresher:



