Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλωνάκι [alonáci] το,
- ① little threshing floor:
- ανάμεσα στις μυγδαλιές άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο ~ (Christomanos) |
- παρέκει βρισκόταν το ~ μιανής χήρας, φτωχό το κακορίζικο με μια μονάχη θημωνιά (Prevelakis) |
- poem τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το ~ (i.e. Messolongi) (Solom) |
- κάτω στης μαργαρίτας τ' ~ | στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα (Elytis)
- ② region. children's game played in diverse ways
[der of αλώνι w. suff -άκι]
- ① little threshing floor: