Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλφάδιασμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφάδιασμα το [alfáδjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλφαδιάζω.

[αλφαδιασ- (αλφαδιάζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφάδιασμα [alfá∂jazma] το,
  • ① checking w. the level, levelling:
    • με το ~ βρίσκεις αν ο τοίχος είναι ίσιος ή γέρνει
  • ② making even, making a surface vertical or horizontal (syn L κατακορύφωση or ισοπέδωση)

[der of αλφαδιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go